- χειροτεχνείο
- τοτο εργαστήριο του χειροτέχνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειροτεχνείο — το, Ν το εργαστήριο τού χειροτέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειροτέχνης + κατάλ. είο (πρβλ. ιατρ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χειροτεχνεῖον, μαρτυρείται από το 1854 στον Νικ. Κατραμή] … Dictionary of Greek